Κατάλυμα στα δανικά
Μετάφραση: κατάλυμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
lejlighed, samtykke, bolig, indkvartering, indkvarteringer, overnatning, overnatningssted
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατάλυμα
κατάλυμα συνώνυμα, κατάλυμα λεξικό, κατάλυμα σημασία, κατάλυμα ορισμόσ, κατάλυμα γαλλίασ ρόδοσ, κατάλυμα λεξικό γλώσσας δανικά, κατάλυμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- κατάλογος στα δανικά - katalog, liste, listen, liste over, listen over
- κατάλοιπο στα δανικά - rest, Remanensen, Resten, remanens, rester
- κατάλυση στα δανικά - katalyse, katalysen
- κατάπληξη στα δανικά - bestyrtelse, forfærdelse, bestyrtet, forfærdet
Τυχαίες λέξεις
Κατάλυμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: lejlighed, samtykke, bolig, indkvartering, indkvarteringer, overnatning, overnatningssted
Μεταφράσεις: lejlighed, samtykke, bolig, indkvartering, indkvarteringer, overnatning, overnatningssted