Skræk στα ελληνικά
Μετάφραση: skræk, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σύλληψη, φόβος, ταραχή, σκιάχτρο, τρομάρα, τρόμο, φόβο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- skråning στα ελληνικά - μεριά, πλευρά, κατηφορίζω, γέρνω, πλαγιά, κλίση, κλίσης, ...
- skrædder στα ελληνικά - ράπτης, ράφτης, tailor, παραγγελία, εξατομικευμένη, εξατομικευμένες
- skrænt στα ελληνικά - γέρνω, πλαγιά, λοφοπλαγιά, κατηφορίζω, κρημνός, γκρεμό, escarpment, ...
- skrøbelig στα ελληνικά - λεπτός, μαλθακός, εύθραυστος, φίνος, αδύναμος, εύθραυστο, εύθραυστη, ...
Τυχαίες λέξεις
Skræk στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σύλληψη, φόβος, ταραχή, σκιάχτρο, τρομάρα, τρόμο, φόβο
Μεταφράσεις: σύλληψη, φόβος, ταραχή, σκιάχτρο, τρομάρα, τρόμο, φόβο