Skuespiller στα ελληνικά

Μετάφραση: skuespiller, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παίκτης, ηθοποιός, ηθοποιό, παράγοντα, φορέα, παράγοντας
Skuespiller στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • skubbe στα ελληνικά - σπρώχνω, σπρώξιμο, ώθηση, ώθησης, πάτημα, πίεσης, προώθησης
  • skueplads στα ελληνικά - σκηνή, τοπίο, σκηνής, σκηνικό, προσκήνιο, τόπο
  • skuffe στα ελληνικά - συρτάρι, απογοητεύω, συρταριού, το συρτάρι, συρταριών, του συρταριού
  • skulder στα ελληνικά - σπάλα, ώμος, ώμο, ώμου, τον ώμο, ώμων
Τυχαίες λέξεις
Skuespiller στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παίκτης, ηθοποιός, ηθοποιό, παράγοντα, φορέα, παράγοντας