Slik στα ελληνικά

Μετάφραση: slik, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καραμέλα, candy, καραμελών, καραμέλας, καραμέλες
Slik στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • slet στα ελληνικά - καημένος, πενιχρός, κακός, φτωχός, σατανικός, απαίσιος, διαγραφή, ...
  • slette στα ελληνικά - σκέτο, πεδιάδα, κάμπος, σκέτος, διαγραφή, διαγράψετε, διαγράψτε, ...
  • slim στα ελληνικά - φλέγμα, βλέννας, βλέννα, βλέννης, βλέννη
  • slips στα ελληνικά - δένω, γραβάτα, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, δεσμός
Τυχαίες λέξεις
Slik στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καραμέλα, candy, καραμελών, καραμέλας, καραμέλες