Sol στα ελληνικά
Μετάφραση: sol, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ήλιος, ήλιο, ήλιου, τον ήλιο, στον ήλιο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sognepræst στα ελληνικά - υπουργός, εφημέριος, ιερέας, Βικάριος, Vicar, εφημέριο, Βικάριο
- sok στα ελληνικά - κάλτσα, κάλτσας, κάλτσες, καλτσών, την κάλτσα
- soldat στα ελληνικά - στρατιώτης, στρατιώτη, στρατιωτών, στρατιώτες, στρατιώτη που
- solformørkelse στα ελληνικά - έκλειψη, έκλειψης, επισκιάσει, επισκιάσουν
Τυχαίες λέξεις
Sol στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ήλιος, ήλιο, ήλιου, τον ήλιο, στον ήλιο
Μεταφράσεις: ήλιος, ήλιο, ήλιου, τον ήλιο, στον ήλιο