Tom στα ελληνικά

Μετάφραση: tom, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κενό, άδειος, άδειο, κενή, κενών, κενές
Tom στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tolk στα ελληνικά - διερμηνέας, διερμηνέα, διερμηνείας, διερμηνέων
  • tolv στα ελληνικά - δωδεκάδα, δώδεκα, των δώδεκα, τους δώδεκα
  • tommelfinger στα ελληνικά - αντίχειρας, αντίχειρα, τον αντίχειρα, αντίχειρά, τον αντίχειρά
  • tone στα ελληνικά - ατμόσφαιρα, τόνος, τόνο, ήχο, τόνου, ύφος
Τυχαίες λέξεις
Tom στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κενό, άδειος, άδειο, κενή, κενών, κενές