Tydelig στα ελληνικά

Μετάφραση: tydelig, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έκδηλος, πεδιάδα, σκέτο, εναργής, σκέτος, κάμπος, διαυγής, ελευθερώνω, σαφής, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές
Tydelig στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • tvivle στα ελληνικά - αμφιβολία, αμφισβητώ, αμφιβάλλω, αμφιβολίας, αμφιβολίες, αμφιβολιών, αμφισβήτηση
  • tyde στα ελληνικά - ερμηνεύω, σαφώς, Είναι σαφές, σαφές ότι, Είναι σαφές ότι, Προφανώς
  • tyfon στα ελληνικά - τυφώνας, Typhoon, τυφώνα, το Typhoon, του τυφώνα
  • tygge στα ελληνικά - μασώ, μάσημα, μασάτε, μασούν, μασήσει, μασήσουν
Τυχαίες λέξεις
Tydelig στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έκδηλος, πεδιάδα, σκέτο, εναργής, σκέτος, κάμπος, διαυγής, ελευθερώνω, σαφής, σαφές, σαφή, σαφείς, διαυγές