Udføre στα ελληνικά

Μετάφραση: udføre, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρών, συστήνω, εισάγω, αποδίδω, δώρο, εκτελώ, παρουσιάζω, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση
Udføre στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • udflugt στα ελληνικά - εκδρομή, εκδρομής, εκδρομές, εκδρομών, εξόρμηση
  • udfordre στα ελληνικά - προκαλώ, αψηφώ, παρακινώ, πρόκληση, αντιστέκομαι, πρόκλησης, την πρόκληση, ...
  • udgang στα ελληνικά - διέξοδος, τεύχος, θέμα, έξοδος, παραγωγή, εξόδου, έξοδο, ...
  • udgifter στα ελληνικά - δαπάνη, δαπάνες, έξοδα, εξόδων, δαπανών, τα έξοδα
Τυχαίες λέξεις
Udføre στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρών, συστήνω, εισάγω, αποδίδω, δώρο, εκτελώ, παρουσιάζω, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση