Εισάγω στα δανικά

Μετάφραση: εισάγω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
import, præsentere, servere, tage, udføre, indføre, forestille, bekende, induct, indsuge, indrullere, inducere, at indsuge
Εισάγω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εισάγω

εισάγω καινά δαιμόνια, εισάγω παρατατικός, εισάγω συνώνυμο, εισάγω αόριστος, εισάγω γραμματική, εισάγω λεξικό γλώσσας δανικά, εισάγω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ειρωνικά στα δανικά - ironisk, ironisk nok, ironisk nok er, Det ironiske
  • ειρωνικός στα δανικά - ironisk, ironiske, ironi
  • εισέρχομαι στα δανικά - indtaste, træder, indtast, angive, indtaster
  • εισαγωγή στα δανικά - indledning, introduktion, indførelsen, indførelse, indføre, introduktionen
Τυχαίες λέξεις
Εισάγω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: import, præsentere, servere, tage, udføre, indføre, forestille, bekende, induct, indsuge, indrullere, inducere, at indsuge