Εκτελώ στα δανικά
Μετάφραση: εκτελώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
udføre, gøre, servere, forestille, udfører, foretage, at udføre, udfør
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκτελώ
ρήμα αποτελώ, εκτελώ χρέη, εκτελώ συνώνυμο, εκτελώ στα αγγλικά, εκτελώ καθήκοντα, εκτελώ λεξικό γλώσσας δανικά, εκτελώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- εκτείνομαι στα δανικά - udspændte
- εκτείνω στα δανικά - udspændte
- εκτεταμένα στα δανικά - udstrakt, ekstensivt, udførligt, vid udstrækning, udstrakt grad
- εκτεταμένος στα δανικά - omfattende, lang, stor, store, en omfattende
Τυχαίες λέξεις
Εκτελώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: udføre, gøre, servere, forestille, udfører, foretage, at udføre, udfør
Μεταφράσεις: udføre, gøre, servere, forestille, udfører, foretage, at udføre, udfør