Udlænding στα ελληνικά
Μετάφραση: udlænding, Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξένος, αλλοδαπός, εξωγήινος, αλλοδαπού, αλλοδαπό, ξένων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- udgive στα ελληνικά - δημοσιεύω, τεύχος, θέμα, εκδότης, εκδότη, εκδοτών, τον εκδότη, ...
- udkast στα ελληνικά - σκίτσο, προσχέδιο, σχέδιο, σχεδίου, σχέδια, το σχέδιο
- udrustning στα ελληνικά - εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, του εξοπλισμού
- udsagnsord στα ελληνικά - ρήμα, ρήματος, verb, το ρήμα, ρημάτων
Τυχαίες λέξεις
Udlænding στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξένος, αλλοδαπός, εξωγήινος, αλλοδαπού, αλλοδαπό, ξένων
Μεταφράσεις: ξένος, αλλοδαπός, εξωγήινος, αλλοδαπού, αλλοδαπό, ξένων