Ξένος στα δανικά
Μετάφραση: ξένος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fremmed, udlænding, udenlandsk, fremmede, fremmed med
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ξένος
ξένος καμύ, ξένος στίχοι, ξένος για πάντα ξένος, ξένος μανιατογιάννης, ξένος θωμάς, ξένος λεξικό γλώσσας δανικά, ξένος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ξέγνοιαστος στα δανικά - tilfældig, munter, spøg, spøgefuld, let om hjertet, lighthearted
- ξένοιαστος στα δανικά - ubekymrede, ubekymret, sorgløs, sorgløse, problemfri
- ξέρω στα δανικά - kende, vide, kender, ved
- ξέσπασμα στα δανικά - eksplosion, briste, sprængning, udbrud, udbruddet, udbrydende, opblussende
Τυχαίες λέξεις
Ξένος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fremmed, udlænding, udenlandsk, fremmede, fremmed med
Μεταφράσεις: fremmed, udlænding, udenlandsk, fremmede, fremmed med