Virkning στα ελληνικά

Μετάφραση: virkning, Λεξικό: δανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
δανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίπτωση, θέμα, σημασία, αποτέλεσμα, συνέπεια, έκβαση, τεύχος, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις
Virkning στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • virkelig στα ελληνικά - πραγματικά, πρακτικός, αληθινός, αλήθεια, πραγματικός, πράγματι, πολύ, ...
  • virkelighed στα ελληνικά - πραγματικότητα, πραγματικότητας, την πραγματικότητα, η πραγματικότητα
  • virksom στα ελληνικά - ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, αποτελεσματικός, αποτελεσματική, αποτελεσματικό, αποτελεσματικής, ...
  • virologi στα ελληνικά - ιολογία, ιολογίας, Virology, της ιολογίας, ιολογικές
Τυχαίες λέξεις
Virkning στα ελληνικά - Λεξικό: δανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίπτωση, θέμα, σημασία, αποτέλεσμα, συνέπεια, έκβαση, τεύχος, επίδραση, ισχύ, αποτελέσματος, επιπτώσεις