Λέξη: σύναξη

Σχετικές λέξεις: σύναξη

σύναξη συνώνυμα, σύναξη της θεοτόκου, σύναξη των προκαθημένων των ορθοδόξων εκκλησιών, σύναξη περιοδικό, σύναξη μασόνων στην ανάβυσσο, σύναξη προκαθημένων, σύναξη των προκαθημένων, σύναξη των αρχαγγέλων, σύναξη των προκαθήμενων των αυτοκέφαλων ορθόδοξων εκκλησιών, σύναξη του αρχαγγέλου γαβριήλ

Συνώνυμα: σύναξη

συντροφιά, σμήνος, πλήθος

Μεταφράσεις: σύναξη

σύναξη στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
assemblage, bevy, gathering, assembly, congregation, gathering of

σύναξη στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acumulación, bandada, grupo, sinfín, enjambre, manada

σύναξη στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sammlung, versammlung, menge, anhäufung, gruppierung, häufung, ansammlung, Schar, Schwarm, Bevy

σύναξη στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assemblée, accumulation, collection, amoncellement, entassement, réunion, montage, agglomération, meeting, agrégation, rassemblement, bande, foule, essaim, multitude, brochette

σύναξη στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
adunata, stormo, stuolo, bevy, frotta

σύναξη στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acumulação, amontoamento, colecção, grupo, reunião, bando, bevy, quadrilha, legião

σύναξη στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hoop, kudde, samenscholing, aggregatie, opeenstapeling, samenkomst, verzameling, groep, bijeenkomst, opeenhoping, meeting, drift, collectie, bundel, schare, troep, heel scala, bevy

σύναξη στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
собрание, группа, скопление, сбор, коллекция, сборище, сборка, сосредоточение, накопление, монтаж, соединение, стая, стайки, стайка

σύναξη στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
samling, flokk, vell, bevy, mengde ulike

σύναξη στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
anhopning, samling, svärm, uppsjö, bevy, Gott, stor samling

σύναξη στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kokous, joukko, kokoelma, parvi, bevy

σύναξη στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forsamling, sværm, varslede, bevy, bande

σύναξη στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
montování, nahromadění, shromáždění, montáž, nakupení, houf, hejno, bevy

σύναξη στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zbieranina, nagromadzenie, zbiorowisko, zmontowanie, całokształt, montaż, ogół, grono, rój, stado, bevy, Wiekszość

σύναξη στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
összeszerelés, gyülekezés, sereg, bevy, serege

σύναξη στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
toplama, koleksiyon, kuş sürüsü, bevy, kuş sürüsü ile, kız sürüsü, kızlar grubu

σύναξη στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сполуку, колекція, збір, зібрання, скупчення, збори, зборів

σύναξη στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
turmë, grumbull

σύναξη στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
орляк, ято, рояк

σύναξη στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сход, збор, сходу

σύναξη στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kogu, seade, kari

σύναξη στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
skupljanje, skup, sastajanje, sklapanje, montaža, jato, stado

σύναξη στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stór hópur

σύναξη στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pulkas, Bars, Banda

σύναξη στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bars

σύναξη στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
bevy

σύναξη στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colecţie, stol, bevy, societate de domnișoare, cârd, societate de domnisoare

σύναξη στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
montáž, Društvo

σύναξη στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
montáž, húf, zástup, stáda, kŕdeľ, voj

Στατιστικά δημοτικότητας: σύναξη

Τυχαίες λέξεις