Έκφυλος στα αγγλικά
Μετάφραση: έκφυλος, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
degenerate, dissolute, licentious, lewd
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: έκφυλος
lewd
- έκφυλος
- ασελγής
- λάγνος
- πρόστυχος
- έκφυλος
Σχετικές λέξεις: έκφυλος
έκφυλος ετυμολογία, έκφυλος συνωνυμα, έκφυλος βικιλεξικο, έκφυλος λεξικό γλώσσας αγγλικά, έκφυλος στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- έκτρωση στα αγγλικά - abortion, an abortion, abortions, abortion is
- έκφραση στα αγγλικά - countenance, expression, expression of, expressing, express, the expression
- έλατο στα αγγλικά - fir, spruce, fir tree, nobilys, spruce saw
- έλεγχος στα αγγλικά - control, check, checking, audit, monitoring
Τυχαίες λέξεις
Έκφυλος στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: degenerate, dissolute, licentious, lewd
Μεταφράσεις: degenerate, dissolute, licentious, lewd