Ασύλληπτος στα γαλλικά

Μετάφραση: ασύλληπτος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
insaisissable, subtil, fugitif, fin, uncaught, non interceptée, uncaughtError, non capturé, non capturée
Ασύλληπτος στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ασύλληπτος

ασύλληπτος συνώνυμα, ασύλληπτος συνώνυμο, ασύλληπτος λεξικό γλώσσας γαλλικά, ασύλληπτος στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • ασωτία στα γαλλικά - prodigalité, débauche, orgie, libertinage, la prodigalité, prodigalités, de prodigalité
  • ασύγχρονος στα γαλλικά - asynchrone, asynchrones, asynchrone à
  • ασύμμετρος στα γαλλικά - dissymétrique, asymétrique, disproportionné, sans rapport, incommensurable, sans commune mesure, incommensurables
  • ασύμπτωτο στα γαλλικά - asymptote, l'asymptote, afymptote, asymptotique
Τυχαίες λέξεις
Ασύλληπτος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: insaisissable, subtil, fugitif, fin, uncaught, non interceptée, uncaughtError, non capturé, non capturée