Καπατσοσύνη στα ολλανδικά

Μετάφραση: καπατσοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gezond verstand, gumption, boerenverstand
Καπατσοσύνη στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καπατσοσύνη

καπατσοσύνη λεξικό γλώσσας ολλανδικά, καπατσοσύνη στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • καπέλο στα ολλανδικά - hoed, pet, hat, hoed van, muts
  • καπαρώνω στα ολλανδικά - script, bestellen, reserveren, boeken, scenario, boek, aanvragen, ...
  • καπετάνιος στα ολλανδικά - hopman, captain, kapitein, gezagvoerder, aanvoerder, overste
  • καπιταλισμός στα ολλανδικά - kapitalisme, het kapitalisme
Τυχαίες λέξεις
Καπατσοσύνη στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gezond verstand, gumption, boerenverstand