Καπατσοσύνη στα τούρκικα
Μετάφραση: καπατσοσύνη, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
girişkenlik, gumption, cesaret, pratiklik
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καπατσοσύνη
καπατσοσύνη λεξικό γλώσσας τούρκικα, καπατσοσύνη στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- καπέλο στα τούρκικα - şapka, Hat, hattrick, şapkası, bir şapka
- καπαρώνω στα τούρκικα - kitap, ısmarlamak, istemek, rica etmek, ayırtmak, hitap etmek
- καπετάνιος στα τούρκικα - yüzbaşı, kaptan, kaptanı, kaptanlık, takımının kaptanlık, captain
- καπιταλισμός στα τούρκικα - kapitalizm, kapitalizmin, kapitalizmi, kapitalizminin
Τυχαίες λέξεις
Καπατσοσύνη στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: girişkenlik, gumption, cesaret, pratiklik
Μεταφράσεις: girişkenlik, gumption, cesaret, pratiklik