Καταβάλλω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: καταβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
debilitar, debater, dominar, overpower, dominá, subjugar
Καταβάλλω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταβάλλω

καταβάλλω στα αγγλικά, καταβάλλω προσπάθεια, καταβάλλω κλίση, καταβάλλω παρατατικος, καταβάλλω συνώνυμο, καταβάλλω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καταβάλλω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • κατήφεια στα πορτογαλικά - melancolia, melancólico, reunião, escuridão, obscuridade, tristeza, trevas
  • κατήφορος στα πορτογαλικά - declive, descida, downhill, em declive, descidas
  • καταβεβλημένος στα πορτογαλικά - magro, desfigurado, abatido, Haggard, abatida, macilento
  • καταβρέχω στα πορτογαλικά - aparelhador, babar, pingo, escabeche, salmoura, mergulhar em água, atirar para a água, ...
Τυχαίες λέξεις
Καταβάλλω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: debilitar, debater, dominar, overpower, dominá, subjugar