Καταβάλλω στα ισπανικά

Μετάφραση: καταβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vencer, debilitar, dominar, dominar a, dominarlo, subyugar
Καταβάλλω στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταβάλλω

καταβάλλω στα αγγλικά, καταβάλλω προσπάθεια, καταβάλλω κλίση, καταβάλλω παρατατικος, καταβάλλω συνώνυμο, καταβάλλω λεξικό γλώσσας ισπανικά, καταβάλλω στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • κατήφεια στα ισπανικά - melancólico, triste, penumbra, oscuridad, pesimismo, tristeza, melancolía
  • κατήφορος στα ισπανικά - declive, cuesta abajo, descenso, alpino, bajada, de descenso
  • καταβεβλημένος στα ισπανικά - demacrado, ojeroso, macilento, ojerosa, demacrada
  • καταβρέχω στα ισπανικά - gotear, escabeche, borracho, souse, el souse, souse de
Τυχαίες λέξεις
Καταβάλλω στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: vencer, debilitar, dominar, dominar a, dominarlo, subyugar