Καταβάλλω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: καταβάλλω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
душыць, падаўляць, прыгнятаць
Καταβάλλω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καταβάλλω

καταβάλλω στα αγγλικά, καταβάλλω προσπάθεια, καταβάλλω κλίση, καταβάλλω παρατατικος, καταβάλλω συνώνυμο, καταβάλλω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, καταβάλλω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • κατήφεια στα λευκορωσικά - змрок, морак, цемра, цемру, цямрэча
  • κατήφορος στα λευκορωσικά - ўніз, уніз
  • καταβεβλημένος στα λευκορωσικά - змардаваны, змучаны, зняможаны, стомлены
  • καταβρέχω στα λευκορωσικά - расол, рассол
Τυχαίες λέξεις
Καταβάλλω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: душыць, падаўляць, прыгнятаць