Λεπτότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: λεπτότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
versnapering, snoepgoed, lekkernij, fijnheid, gehalte, gehalten, de fijnheid, gehaltemerk
Λεπτότητα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: λεπτότητα

λεπτότητα τσιμέντου, λεπτότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λεπτότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • λεπτό στα ολλανδικά - moment, tijdstip, tel, minuut, wip, oogwenk, ogenblik, ...
  • λεπτός στα ολλανδικά - teder, tactvol, delicaat, zwak, licht, spitsvondig, fijn, ...
  • λερωμένος στα ολλανδικά - smerig, vuil, besmet, vies, onrein, morsig, sjofel, ...
  • λερώνω στα ολλανδικά - ontwijden, ontheiligen, smet, schande, profaneren, besmeren, besmear
Τυχαίες λέξεις
Λεπτότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: versnapering, snoepgoed, lekkernij, fijnheid, gehalte, gehalten, de fijnheid, gehaltemerk