Οξύς στα τούρκικα

Μετάφραση: οξύς, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
keskin, asit, sivri, ekşi, sert, akut, dar, şiddetli
Οξύς στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οξύς

οξύς κλίση, οξύς τοκετός, οξύς πόνος στα πλευρά, οξύς πόνος στην κοιλιά, οξύς πόνος στο αυτί, οξύς λεξικό γλώσσας τούρκικα, οξύς στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • οξύνοια στα τούρκικα - açıkgözlük, astuteness, kurnazlık, cin gibilik
  • οξύνω στα τούρκικα - keskinleştirmek, netleştirmek, keskinleştirme, keskinleştir, bilemek
  • οξύτητα στα τούρκικα - asidite, asitliği, asitlik, asit, asiditesi
  • οπή στα τούρκικα - gedik, delik, deliği, delikli, hole, bir delik
Τυχαίες λέξεις
Οξύς στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: keskin, asit, sivri, ekşi, sert, akut, dar, şiddetli