Ορυκτό στα ουκρανικά

Μετάφραση: ορυκτό, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ері, метал, руда, мінеральна, мінеральні
Ορυκτό στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ορυκτό

ορυκτό κρύσταλλο, ορυκτό αλάτι ιμαλαϊων, ορυκτό τάλκης, ορυκτό δάσος, ορυκτό καύσιμο, ορυκτό λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ορυκτό στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ορτύκι στα ουκρανικά - трясовина, перепел, переспівав, перепілка
  • ορυκτολογία στα ουκρανικά - мінералог, минералогия, мінералогія
  • ορυχείο στα ουκρανικά - поршні, моє, моя, мій, мою, мое
  • ορφανοτροφείο στα ουκρανικά - сирітство, самотність, сиротіння, сирітству
Τυχαίες λέξεις
Ορυκτό στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ері, метал, руда, мінеральна, мінеральні