Στρατολόγηση στα τούρκικα

Μετάφραση: στρατολόγηση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
işe, alımları, işe alım, işe alma, istihdam
Στρατολόγηση στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρατολόγηση

στρατολόγηση παιδιών, στρατολόγηση συνώνυμα, παιδική στρατολόγηση, στρατολόγηση ανηλίκων, στρατολόγηση λεξικό γλώσσας τούρκικα, στρατολόγηση στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • στρατολογία στα τούρκικα - mecburi görev, zorunlu askerlik, askere alma, Zorunlu askerliği geride bırakmış, Bu ülkelerde askerlik görevinin
  • στρατολογώ στα τούρκικα - askere almak, askere, induct, alımı yapmaktadır, alıştıracak
  • στρατός στα τούρκικα - ordu, ordusu, ordusunun, ordunun, askeri
  • στρατώνας στα τούρκικα - kışla, baraka, barrack, tezahürat, barakada
Τυχαίες λέξεις
Στρατολόγηση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: işe, alımları, işe alım, işe alma, istihdam