Στρατολόγηση στα ουκρανικά

Μετάφραση: στρατολόγηση, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вербування, набір, набор
Στρατολόγηση στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στρατολόγηση

στρατολόγηση παιδιών, στρατολόγηση συνώνυμα, παιδική στρατολόγηση, στρατολόγηση ανηλίκων, στρατολόγηση λεξικό γλώσσας ουκρανικά, στρατολόγηση στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • στρατολογία στα ουκρανικά - призов на військову
  • στρατολογώ στα ουκρανικά - рецидиви, вводити, запроваджувати, уводити
  • στρατός στα ουκρανικά - військо, загал, армія, множину, маса, множина
  • στρατώνας στα ουκρανικά - бараки, казарми, барак, барака, бараку
Τυχαίες λέξεις
Στρατολόγηση στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вербування, набір, набор