Συντρίβω στα αλβανικά
Μετάφραση: συντρίβω, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lëpij, asgjësim, llokoçitje, pllaquritje
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συντρίβω
συντρίβω λεξικό γλώσσας αλβανικά, συντρίβω στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- συντονίζω στα αλβανικά - koordinativ, koordinuar, koordinojë, të koordinuar, koordinojnë
- συντονισμός στα αλβανικά - bashkërendim, koordinimi, koordinim, koordinimin, koordinimit
- συντριπτικός στα αλβανικά - dërrmues, shkatërrimtar, dërrmuese, dërrmuese të, shtypjen
- συντροφιά στα αλβανικά - kompani, shoqëri, Shoqërimi, shoqëria e
Τυχαίες λέξεις
Συντρίβω στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: lëpij, asgjësim, llokoçitje, pllaquritje
Μεταφράσεις: lëpij, asgjësim, llokoçitje, pllaquritje