Έλκω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: έλκω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разранявам, подлютвам, възпалявам, образувам рани, покривам се с рани
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έλκω
ελκύω κλίση, έλκω αγγλικα, έλκω αόριστος, έλκω ή ελκύω, ελκύω συνώνυμα, έλκω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, έλκω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- έλικας στα βουλγαρικά - спирала, спиралата, хеликс, спирална
- έλκος στα βουλγαρικά - язва, язва на, язви, язвена
- έλλειψη στα βουλγαρικά - недостиг, недостиг на, недостига, липса, недостигът
- έλξη στα βουλγαρικά - атракция, привличане, атракцията, на забележителност, интересно място
Τυχαίες λέξεις
Έλκω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: разранявам, подлютвам, възпалявам, образувам рани, покривам се с рани
Μεταφράσεις: разранявам, подлютвам, възпалявам, образувам рани, покривам се с рани