Έλκω στα τούρκικα
Μετάφραση: έλκω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çekme, çekmek, çizmek, ülserleşmek, ulcerate, ülser, ülser olmak, ülsere
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: έλκω
ελκύω κλίση, έλκω αγγλικα, έλκω αόριστος, έλκω ή ελκύω, ελκύω συνώνυμα, έλκω λεξικό γλώσσας τούρκικα, έλκω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- έλικας στα τούρκικα - helezon, sarmal, helis, heliks, helix
- έλκος στα τούρκικα - ülser, çıban, ülseri, ülserli, ülserin, ülsere
- έλλειψη στα τούρκικα - istemek, kıtlık, yokluk, dilek, istek, eksiklik, sıkıntısı, ...
- έλξη στα τούρκικα - cazibe, Atraksiyon, gözde mekan, gözde mekan hakkında, gözde
Τυχαίες λέξεις
Έλκω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: çekme, çekmek, çizmek, ülserleşmek, ulcerate, ülser, ülser olmak, ülsere
Μεταφράσεις: çekme, çekmek, çizmek, ülserleşmek, ulcerate, ülser, ülser olmak, ülsere