Έλκω στα ρουμανικά

Μετάφραση: έλκω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
atrage, tragere, nul, ulcera
Έλκω στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έλκω

ελκύω κλίση, έλκω αγγλικα, έλκω αόριστος, έλκω ή ελκύω, ελκύω συνώνυμα, έλκω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, έλκω στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • έλικας στα ρουμανικά - elice, spirală, helix, spirala, elicoidală
  • έλκος στα ρουμανικά - ulcer, ulcerului, ulcerul, de ulcer, ulcer de
  • έλλειψη στα ρουμανικά - raritate, lipsă, deficit, lipsa, penurie, lipsei
  • έλξη στα ρουμανικά - atracţie, atracție, atractie, atractie turistica, de atractie turistica, atragerea
Τυχαίες λέξεις
Έλκω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: atrage, tragere, nul, ulcera