Έλκω στα δανικά

Μετάφραση: έλκω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
trække, tiltrække, tegne, ulcerate, ulceration
Έλκω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έλκω

ελκύω κλίση, έλκω αγγλικα, έλκω αόριστος, έλκω ή ελκύω, ελκύω συνώνυμα, έλκω λεξικό γλώσσας δανικά, έλκω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • έλικας στα δανικά - propel, skrue, helix, helixen, spiral, spiralen
  • έλκος στα δανικά - mavesår, ulcus, sår, såret, ulcer
  • έλλειψη στα δανικά - mangel, ville, underskud, savne, deficit, manglen, knaphed, ...
  • έλξη στα δανικά - tiltrækning, attraktion, Type, seværdighed, seværdigheden
Τυχαίες λέξεις
Έλκω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: trække, tiltrække, tegne, ulcerate, ulceration