Έλκω στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: έλκω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
улцерираат, да улцерираат
Έλκω στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: έλκω

ελκύω κλίση, έλκω αγγλικα, έλκω αόριστος, έλκω ή ελκύω, ελκύω συνώνυμα, έλκω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, έλκω στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • έλικας στα σλαβομακεδονικά - спирала, хеликс, Helix, што Хеликс
  • έλκος στα σλαβομακεδονικά - чир, улкус, улцер, чирот, чир на
  • έλλειψη στα σλαβομακεδονικά - недостатокот, недостаток, недостигот, недостиг, недостаток на
  • έλξη στα σλαβομακεδονικά - привлечност, атракција, атракции, привлекувањето, привлекување
Τυχαίες λέξεις
Έλκω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: улцерираат, да улцерираат