Ίκτερο στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ίκτερο, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
жълтеница, иктер, на жълтеница, жълтеницата
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ίκτερο
νεογνικό ίκτερο, αποφρακτικό ίκτερο, ίκτερο τι είναι, ίκτερο λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ίκτερο στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ίδρυση στα βουλγαρικά - основание, установяване, заведение, създаване, щатното, изграждане
- ίζημα στα βουλγαρικά - утайка, седимент, седименти, утайки, седимента
- ίκτερος στα βουλγαρικά - жълтеница, иктер, на жълтеница, жълтеницата
- ίνα στα βουλγαρικά - влакно, влакна, фибри, влакната
Τυχαίες λέξεις
Ίκτερο στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: жълтеница, иктер, на жълтеница, жълтеницата
Μεταφράσεις: жълтеница, иктер, на жълтеница, жълтеницата