Ίκτερο στα ολλανδικά

Μετάφραση: ίκτερο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
geelzucht, icterus
Ίκτερο στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ίκτερο

νεογνικό ίκτερο, αποφρακτικό ίκτερο, ίκτερο τι είναι, ίκτερο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ίκτερο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ίδρυση στα ολλανδικά - fundering, stichting, instelling, etablissement, vestiging, oprichting, vaststelling
  • ίζημα στα ολλανδικά - slib, afgeven, slik, bezinksel, zetten, modder, deposito, ...
  • ίκτερος στα ολλανδικά - geelzucht, icterus
  • ίνα στα ολλανδικά - vezel, fiber, vezels, glasvezel, fibre
Τυχαίες λέξεις
Ίκτερο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: geelzucht, icterus