Ίκτερο στα δανικά
Μετάφραση: ίκτερο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gulsot, icterus, ikterus
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ίκτερο
νεογνικό ίκτερο, αποφρακτικό ίκτερο, ίκτερο τι είναι, ίκτερο λεξικό γλώσσας δανικά, ίκτερο στα δανικά
Μεταφράσεις
- ίδρυση στα δανικά - grund, institution, anstalt, etablering, oprettelse, oprettelsen, etableringen, ...
- ίζημα στα δανικά - sediment, sedimentet, sedimenter, bundfald, sedimentets
- ίκτερος στα δανικά - gulsot, icterus, ikterus
- ίνα στα δανικά - tråd, fiber, fibre, fiberen, fiberproduktion
Τυχαίες λέξεις
Ίκτερο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gulsot, icterus, ikterus
Μεταφράσεις: gulsot, icterus, ikterus