Ίκτερο στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ίκτερο, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
icterícia, a icterícia, jaundice, iterícia, de icterícia
Ίκτερο στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ίκτερο

νεογνικό ίκτερο, αποφρακτικό ίκτερο, ίκτερο τι είναι, ίκτερο λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ίκτερο στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ίδρυση στα πορτογαλικά - estabelecer, fundação, domiciliar, encontrado, estabelecimento, fundo, criação, ...
  • ίζημα στα πορτογαλικά - sedimentos, pôr, sedimentar, depósito, depositar, comportamento, segurança, ...
  • ίκτερος στα πορτογαλικά - icterícia, a icterícia, jaundice, iterícia, de icterícia
  • ίνα στα πορτογαλικά - fibra, fibras, de fibra, fibra de, de fibras
Τυχαίες λέξεις
Ίκτερο στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: icterícia, a icterícia, jaundice, iterícia, de icterícia