Αγωγή στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αγωγή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
действие, движение, механизъм, проводимост, лечение, обработка, третиране, лечението, на лечението
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αγωγή
αγωγή μείωσης μισθώματος, αγωγή διατροφής, αγωγή περί κλήρου, αγωγή κακοδικίας, αγωγή υγείας φύλλα εργασίας, αγωγή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αγωγή στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αγχόνη στα βουλγαρικά - бесилка, бесило, бесилката, бесилки
- αγχώδης στα βουλγαρικά - безпокойство, тревога, тревожност, тревожно, тревожността
- αγωγός στα βουλγαρικά - конвейер, канал, тръба, тръбопровод, пътища, канала
- αγωνία στα βουλγαρικά - агония, силно страдание, мъка, внезапен изблик, силни болки
Τυχαίες λέξεις
Αγωγή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: действие, движение, механизъм, проводимост, лечение, обработка, третиране, лечението, на лечението
Μεταφράσεις: действие, движение, механизъм, проводимост, лечение, обработка, третиране, лечението, на лечението