Механизъм στα ελληνικά
Μετάφραση: механизъм, Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
βουλγαρικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δράση, διάβημα, αγωγή, επενέργεια, μηχανισμός, μηχανισμό, μηχανισμού, ο μηχανισμός, του μηχανισμού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- метър στα ελληνικά - μέτρο, μετρητής, μετρητή, μέτρων, μέτρου
- механизми στα ελληνικά - ταχύτητα, προσαρμόζω, μηχανισμοί, μηχανισμών, μηχανισμούς, οι μηχανισμοί, τους μηχανισμούς
- механичен στα ελληνικά - αυτοματικός, αυτόματο, μηχανικός, μηχανική, μηχανικές, μηχανικά, μηχανικό
- меч στα ελληνικά - σπαθί, στιγματίζω, σπάθα, κουβάρι, χάλυβας, ατσαλένιος, ξίφος, ...
Τυχαίες λέξεις
Механизъм στα ελληνικά - Λεξικό: βουλγαρικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δράση, διάβημα, αγωγή, επενέργεια, μηχανισμός, μηχανισμό, μηχανισμού, ο μηχανισμός, του μηχανισμού
Μεταφράσεις: δράση, διάβημα, αγωγή, επενέργεια, μηχανισμός, μηχανισμό, μηχανισμού, ο μηχανισμός, του μηχανισμού