Ακαθόριστος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ακαθόριστος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
неуреден, нерешен, несигурен, променлив, без определено местожителство
Ακαθόριστος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακαθόριστος

ακαθόριστος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ακαθόριστος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ακαθάριστος στα βουλγαρικά - брутен, брутния, брутната, бруто, брутното
  • ακαθαρσία στα βουλγαρικά - примес, онечистване, нечистота, онечиствания
  • ακαμψία στα βουλγαρικά - скованост, твърдост, коравина, скованост на, твърдостта
  • ακανθώδης στα βουλγαρικά - бодлив, бодливи, бодлива, бодливо, пълен с игли
Τυχαίες λέξεις
Ακαθόριστος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: неуреден, нерешен, несигурен, променлив, без определено местожителство