Ακαθόριστος στα γερμανικά
Μετάφραση: ακαθόριστος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dunkel, unklar, undeutlich, unverständlich, vage, unsicher, ungeklärt, unruhig, unerledigt, offen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακαθόριστος
ακαθόριστος λεξικό γλώσσας γερμανικά, ακαθόριστος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- ακαθάριστος στα γερμανικά - rein, einkommen, völlig, einnahme, gros, dick, brutto, ...
- ακαθαρσία στα γερμανικά - verunreinigung, unreinheit, störstelle, Verunreinigung, Unreinheit, Verunreinigungs, Verunreinigungen
- ακαμψία στα γερμανικά - unbeugsamkeit, Steifheit, Steife, Steifigkeit, Steifigkeits
- ακανθώδης στα γερμανικά - dornig, stachlig, stachelig, spiny, stacheligen, stachelige
Τυχαίες λέξεις
Ακαθόριστος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: dunkel, unklar, undeutlich, unverständlich, vage, unsicher, ungeklärt, unruhig, unerledigt, offen
Μεταφράσεις: dunkel, unklar, undeutlich, unverständlich, vage, unsicher, ungeklärt, unruhig, unerledigt, offen