Ακαθόριστος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ακαθόριστος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
indeciso, incerto, perturbado, agitado, instável
Ακαθόριστος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακαθόριστος

ακαθόριστος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ακαθόριστος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ακαθάριστος στα πορτογαλικά - castiço, receita, puro, bruto, grosseiro, bruta, brutos, ...
  • ακαθαρσία στα πορτογαλικά - impureza, impurezas, de impurezas, de impureza, a impureza
  • ακαμψία στα πορτογαλικά - rigidez, a rigidez, de rigidez, dureza, rigidez de
  • ακανθώδης στα πορτογαλικά - espinhoso, spiny, espinhosa, espinhosos, espinhosas
Τυχαίες λέξεις
Ακαθόριστος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: indeciso, incerto, perturbado, agitado, instável