Ακαθόριστος στα ιταλικά
Μετάφραση: ακαθόριστος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ermetico, indistinto, incerto, vago, instabile, instabili, inquieto, sedimentata
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακαθόριστος
ακαθόριστος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ακαθόριστος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ακαθάριστος στα ιταλικά - grosso, grasso, completo, pingue, lordo, lorda, lordi, ...
- ακαθαρσία στα ιταλικά - impurità, impurezza, di impurità, impurezze, l'impurità
- ακαμψία στα ιταλικά - rigidezza, rigidità, la rigidità, la rigidezza, di rigidezza
- ακανθώδης στα ιταλικά - coperto di spine, spinosa, spinoso, spiny, spinosi
Τυχαίες λέξεις
Ακαθόριστος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ermetico, indistinto, incerto, vago, instabile, instabili, inquieto, sedimentata
Μεταφράσεις: ermetico, indistinto, incerto, vago, instabile, instabili, inquieto, sedimentata