Ακμάζω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ακμάζω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разцвет, Блум, Bloom, цъфтят, цъфтеж
Ακμάζω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακμάζω

ακμάζω συνωνυμα, δαμάζω συνωνυμο, δαμάζω συνώνυμα, ακμάζω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ακμάζω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ακεραιότητα στα βουλγαρικά - прямота, интегритет, почтеност, цялостност, целостта, целостта на
  • ακλόνητος στα βουλγαρικά - непоколебим, непоклатима, непоколебима, непоклатими, неразклатена
  • ακμή στα βουλγαρικά - акне, на акне, акнето, пъпки по лицето
  • ακμαίος στα βουλγαρικά - разцвет, цветущ, процъфтяващ, процъфтяваща, процъфтяващата
Τυχαίες λέξεις
Ακμάζω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: разцвет, Блум, Bloom, цъфтят, цъфтеж