Ακμάζω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ακμάζω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
floresça, farinha, flor, florescer, floração, Bloom, a Flor
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακμάζω
ακμάζω συνωνυμα, δαμάζω συνωνυμο, δαμάζω συνώνυμα, ακμάζω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ακμάζω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ακεραιότητα στα πορτογαλικά - unidade, união, integridade, a integridade, de integridade, integridade do, da integridade
- ακλόνητος στα πορτογαλικά - inabalado, firme, inabalável, inabalada, inabaláveis
- ακμή στα πορτογαλικά - extremidade, pico, vértice, ápice, cume, cimo, acne, ...
- ακμαίος στα πορτογαλικά - diligente, activo, florescente, florescimento, próspera, florescendo, próspero
Τυχαίες λέξεις
Ακμάζω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: floresça, farinha, flor, florescer, floração, Bloom, a Flor
Μεταφράσεις: floresça, farinha, flor, florescer, floração, Bloom, a Flor