Ακμάζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: ακμάζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Bloom, blóma, blómstra, Blóm, málmhleifurinn
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακμάζω
ακμάζω συνωνυμα, δαμάζω συνωνυμο, δαμάζω συνώνυμα, ακμάζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ακμάζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ακεραιότητα στα ισλανδικά - heiðarleiki, heilindum, heiðarleika, heilindi, heilleika
- ακλόνητος στα ισλανδικά - hugfastur, unshaken
- ακμή στα ισλανδικά - unglingabólur, bólur, þrymlabólur, þrymlabólum, þrymlar
- ακμαίος στα ισλανδικά - starfsamur, blómlegt, blómstra, blómleg
Τυχαίες λέξεις
Ακμάζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: Bloom, blóma, blómstra, Blóm, málmhleifurinn
Μεταφράσεις: Bloom, blóma, blómstra, Blóm, málmhleifurinn