Αμφισβητήσιμος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αμφισβητήσιμος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съмнителен, въпрос, под въпрос, съмнителна, спорна
Αμφισβητήσιμος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφισβητήσιμος

αμφισβητήσιμος αντωνυμα, αμφισβητήσιμος αντωνυμο, αμφισβητήσιμος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αμφισβητήσιμος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αμφιλεγόμενος στα βουλγαρικά - спорен, спорна, противоречива, спорно, противоречив
  • αμφιρρέπω στα βουλγαρικά - разкрачване, разтварям крака, колеблива политика, двойствена политика, разкрачвам се
  • αμφισβητούμενος στα βουλγαρικά - спорен, спорна, противоречива, спорно, противоречив
  • αμφισβητώ στα βουλγαρικά - недоверие, въпрос, въпросните, въпросната, въпросния, въпроса
Τυχαίες λέξεις
Αμφισβητήσιμος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: съмнителен, въпрос, под въпрос, съмнителна, спорна