Αμφισβητήσιμος στα ρουμανικά

Μετάφραση: αμφισβητήσιμος, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
controversat, discutabil, discutabilă, îndoielnică, discutabile, semnul întrebării
Αμφισβητήσιμος στα ρουμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφισβητήσιμος

αμφισβητήσιμος αντωνυμα, αμφισβητήσιμος αντωνυμο, αμφισβητήσιμος λεξικό γλώσσας ρουμανικά, αμφισβητήσιμος στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • αμφιλεγόμενος στα ρουμανικά - controversat, controversată, controversate, controversata, controversatul
  • αμφιρρέπω στα ρουμανικά - răscrăcănare, încăleca pe, fi în expectativă cu, politică de duplicitate, fi călare pe
  • αμφισβητούμενος στα ρουμανικά - controversat, controversată, controversate, controversata, controversatul
  • αμφισβητώ στα ρουμανικά - dubiu, întrebare, cauză, discuție, întrebarea, intrebare
Τυχαίες λέξεις
Αμφισβητήσιμος στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: controversat, discutabil, discutabilă, îndoielnică, discutabile, semnul întrebării