Αντλώ στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αντλώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
извлече, произтичат, извличат, извлекат, произтича
Αντλώ στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντλώ

αντλώ αγγλικα, αντλώ translate, αντλώ μετάφραση, αντλώ συνώνυμο, αντλώ english, αντλώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αντλώ στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αντιφατικός στα βουλγαρικά - противоречивия, противоречив, противоречиви, противоречива, противоречиво, противоречие
  • αντλία στα βουλγαρικά - помпа, сърце, помпата, на помпата, помпи
  • αντοχή στα βουλγαρικά - мъжество, имунитет, съпротивление, устойчивост, съпротива, резистентност, устойчивост на
  • ανυπάκουος στα βουλγαρικά - непокорен, непослушен, непокорни, непокорните
Τυχαίες λέξεις
Αντλώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: извлече, произтичат, извличат, извлекат, произтича