Αντλώ στα ισλανδικά
Μετάφραση: αντλώ, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reikna, öðlast, leiða, rætur að rekja, að öðlast
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντλώ
αντλώ αγγλικα, αντλώ translate, αντλώ μετάφραση, αντλώ συνώνυμο, αντλώ english, αντλώ λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αντλώ στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αντιφατικός στα ισλανδικά - misvísandi, mótsögn, stangast, mótsagnakennd, misvísandi niðurstöður
- αντλία στα ισλανδικά - dæla, dælu, dælan, dælunni, dæluna
- αντοχή στα ισλανδικά - viðnám, mótstöðu, ónæmi, mótspyrna, andstöðu
- ανυπάκουος στα ισλανδικά - óhlýðnir, óhlýðnast, óhlýðinn, þverbrotnir, hlýða
Τυχαίες λέξεις
Αντλώ στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: reikna, öðlast, leiða, rætur að rekja, að öðlast
Μεταφράσεις: reikna, öðlast, leiða, rætur að rekja, að öðlast