Αντλώ στα δανικά
Μετάφραση: αντλώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
udlede, stammer, opnå, drage, stamme
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντλώ
αντλώ αγγλικα, αντλώ translate, αντλώ μετάφραση, αντλώ συνώνυμο, αντλώ english, αντλώ λεξικό γλώσσας δανικά, αντλώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- αντιφατικός στα δανικά - selvmodsigende, modstridende, modstrid, i modstrid
- αντλία στα δανικά - pumpe, oppumpe, pumpen, pumpens
- αντοχή στα δανικά - modstand, impedans, resistens, modstandsdygtighed, modstanden, resistens over
- ανυπάκουος στα δανικά - ulydige, ulydig, genstridige, ulydigt, ulydighed
Τυχαίες λέξεις
Αντλώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: udlede, stammer, opnå, drage, stamme
Μεταφράσεις: udlede, stammer, opnå, drage, stamme